εξιπώ

εξιπώ
ἐξιπῶ, -όω (Α)
1. πιέζω βαριά («ώς ἐμοῡ γε τῷ ξύλῳ τὸν ὦμον ἐξιπώκατον», Αριστοφ.)
2. ξεραίνω τελείως
3. καθαρίζω (κυρίως το πεπτικό σύστημα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιπώ «πιέζω» (< ίπος «βάρος που πιέζει»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξιπωτικός — ἐξιπωτικός, ή, όν (Α) [εξιπώ] καθαρτικός («ἐξιπωτικὰ φάρμακα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”